- φιλόφρονα
- φιλόφρωνkindly disposedneut nom/voc/acc plφιλόφρωνkindly disposedmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλόφρονα — Φιλόφρων kindly disposed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόδεχτος — η, ο [καλοδέχομαι] 1. αυτός που δέχεται κάποιον με τρόπο φιλόφρονα και ευχάριστο 2. αυτός που γίνεται δεκτός με ευχαρίστηση, που τού γίνεται θερμή υποδοχή. επίρρ... καλόδεχτα με καλοδεχούμενο τρόπο … Dictionary of Greek
μαδριγάλι(ο) — το 1. μικρό χαριτωμένο και πνευματώδες ποίημα, συνήθως ερωτικό ή σατιρικό, που εκφράζει λεπτή, τρυφερή και φιλόφρονα σκέψη και ανάλογα συναισθήματα και καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία κατά τον 14ο αιώνα 2. τραγούδι με ποιμενικό ύφος για… … Dictionary of Greek
φιλόφρων — ον, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, φιλικός, προσηνής νεοελλ. ευγενικός, περιποιητικός αρχ. 1. (συν. για στρατηγό) αυτός που έχει καλούς τρόπους («καρτερικὸν καὶ ἀγχίνουν καὶ φιλόφρονά τε καὶ ὠμὸν [χρὴ… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — υποδέχτηκα 1. μτβ., δέχομαι κάτι που πέφτει ή πνέει από πάνω: Η στέρνα υποδέχεται το νερό από το λούκι. 2. δέχομαι φιλόφρονα κάποιον, τον προϋπαντώ όταν έρχεται, τον δεξιώνομαι: Τον υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλεύω — φίλεψα, φιλεύτηκα, φιλεμένος, μτβ. 1. προσφέρω φιλόφρονα (γεύμα, ποτό, φαγώσιμο κτλ.), κερνώ, τρατάρω: Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω κάτι. 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα, φιλοδωρώ: Κάνε μου αυτό το θέλημα κι εγώ θα σε φιλέψω κάτι. 3. δίνω ως γαμπρός ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)